- προστατεία
- ἡ, Α [προστατεύω]αρχηγία, εξουσία («ὧν ἡγοῡντο ἐπετησίῳ προστατείᾳ ἐκ τοῡ ἀρχικοῡ γένους Φώτιος καὶ Νικάνωρ», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστατεία — προστατείᾱ , προστατεία fem nom/voc/acc dual προστατείᾱ , προστατεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατείᾳ — προστατείᾱͅ , προστατεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατείας — προστατείᾱς , προστατεία fem acc pl προστατείᾱς , προστατεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατείαις — προστατεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)